Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξατμιστής οι εξατμιστές
      γενική του εξατμιστή των εξατμιστών
    αιτιατική τον εξατμιστή τους εξατμιστές
     κλητική εξατμιστή εξατμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξατμιστής < εξ- + ατμός + -ιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξατμιστής αρσενικό ή ατμοποιητής

  • εναλλάκτης θερμότητας, εξωτερικό στοιχείο ψυκτικής μηχανής το οποίο απορροφά θερμότητα από το περιβάλλον

Συγγενικά επεξεργασία

εξάτμιση, εξατμίζω, εξατμίζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία