εξαμηνίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαμηνίτικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εξαμηνίτικος, -η, -ο
- που γεννήθηκε κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης
- εξαμηνίτικο αγοράκι/κοριτσάκι
- γεννήθηκε πρόωρη, ούτε καν εξαμηνίτικη
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαμηνίτικος
|