Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαδάκτυλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαδάκτυλ
ος
η
εξαδάκτυλ
η
το
εξαδάκτυλ
ο
γενική
του
εξαδάκτυλ
ου
της
εξαδάκτυλ
ης
του
εξαδάκτυλ
ου
αιτιατική
τον
εξαδάκτυλ
ο
την
εξαδάκτυλ
η
το
εξαδάκτυλ
ο
κλητική
εξαδάκτυλ
ε
εξαδάκτυλ
η
εξαδάκτυλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαδάκτυλ
οι
οι
εξαδάκτυλ
ες
τα
εξαδάκτυλ
α
γενική
των
εξαδάκτυλ
ων
των
εξαδάκτυλ
ων
των
εξαδάκτυλ
ων
αιτιατική
τους
εξαδάκτυλ
ους
τις
εξαδάκτυλ
ες
τα
εξαδάκτυλ
α
κλητική
εξαδάκτυλ
οι
εξαδάκτυλ
ες
εξαδάκτυλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαδάκτυλος
<
αρχαία ελληνική
ἑξαδάκτυλος
<
ἕξ
+
δάκτυλος
Επίθετο
επεξεργασία
εξαδάκτυλος -η -ο
που έχει
έξι
δάχτυλα
σε ένα ή σε κάθε του χέρι ή πόδι
Συγγενικά
επεξεργασία
εξαδακτυλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαδάκτυλος