εξαδάκτυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαδάκτυλος < αρχαία ελληνική ἑξαδάκτυλος < ἕξ + δάκτυλος
Επίθετο επεξεργασία
εξαδάκτυλος -η -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαδάκτυλος
|
εξαδάκτυλος -η -ο
|