ενσάκιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενσάκιση | οι | ενσακίσεις |
γενική | της | ενσάκισης* | των | ενσακίσεων |
αιτιατική | την | ενσάκιση | τις | ενσακίσεις |
κλητική | ενσάκιση | ενσακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενσάκιση < ενσακίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ensachement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενσάκιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενσακίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενσάκιση