Ετυμολογία

επεξεργασία
ενσακίζω < εν- + σάκος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ensacher)

ενσακίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία