Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενσακίζω < εν- + σάκος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ensacher)

  Ρήμα επεξεργασία

ενσακίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία