ενσακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενσακίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ενσάκιση / ενσάκκιση
- ενσακιστής / ενσακκιστής
- → δείτε τη λέξη σάκος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσακίζω | ενσάκιζα | θα ενσακίζω | να ενσακίζω | ενσακίζοντας | |
β' ενικ. | ενσακίζεις | ενσάκιζες | θα ενσακίζεις | να ενσακίζεις | ενσάκιζε | |
γ' ενικ. | ενσακίζει | ενσάκιζε | θα ενσακίζει | να ενσακίζει | ||
α' πληθ. | ενσακίζουμε | ενσακίζαμε | θα ενσακίζουμε | να ενσακίζουμε | ||
β' πληθ. | ενσακίζετε | ενσακίζατε | θα ενσακίζετε | να ενσακίζετε | ενσακίζετε | |
γ' πληθ. | ενσακίζουν(ε) | ενσάκιζαν ενσακίζαν(ε) |
θα ενσακίζουν(ε) | να ενσακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενσάκισα | θα ενσακίσω | να ενσακίσω | ενσακίσει | ||
β' ενικ. | ενσάκισες | θα ενσακίσεις | να ενσακίσεις | ενσάκισε | ||
γ' ενικ. | ενσάκισε | θα ενσακίσει | να ενσακίσει | |||
α' πληθ. | ενσακίσαμε | θα ενσακίσουμε | να ενσακίσουμε | |||
β' πληθ. | ενσακίσατε | θα ενσακίσετε | να ενσακίσετε | ενσακίστε | ||
γ' πληθ. | ενσάκισαν ενσακίσαν(ε) |
θα ενσακίσουν(ε) | να ενσακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενσακίσει | είχα ενσακίσει | θα έχω ενσακίσει | να έχω ενσακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενσακίσει | είχες ενσακίσει | θα έχεις ενσακίσει | να έχεις ενσακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενσακίσει | είχε ενσακίσει | θα έχει ενσακίσει | να έχει ενσακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσακίσει | είχαμε ενσακίσει | θα έχουμε ενσακίσει | να έχουμε ενσακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενσακίσει | είχατε ενσακίσει | θα έχετε ενσακίσει | να έχετε ενσακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσακίσει | είχαν ενσακίσει | θα έχουν ενσακίσει | να έχουν ενσακίσει |
|