Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενσακιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ενσακιστ
ής
οι
ενσακιστ
ές
γενική
του
ενσακιστ
ή
των
ενσακιστ
ών
αιτιατική
τον
ενσακιστ
ή
τους
ενσακιστ
ές
κλητική
ενσακιστ
ή
ενσακιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενσακιστής
<
ενσακίζω
+
-τής
((
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
ensacheur
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενσακιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που
ενσακίζει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ενσακκιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενσακιστής
γαλλικά
:
ensacheur
(fr)