εννιακοσιοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εννιακοσιοστός < εννιακόσια
Επίθετο
επεξεργασίαεννιακοσιοστός, -ή, -ό
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό εννιακόσια
- ο ένας από τους εννιακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία εννιακοσιοστός
|