εννιακόσια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εννιακόσια | ||
γενική | των | εννιακοσίων | ||
αιτιατική | τα | εννιακόσια | ||
κλητική | εννιακόσια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εννιακόσια < ουδέτερο πληθυντικό του εννιακόσιοι < μεσαιωνική ελληνική ἐννεακόσιοι[1] / ἐνακόσιοι[1] < αρχαία ελληνική ἐνᾰκόσιοι[2]
Αριθμητικό επεξεργασία
εννιακόσια
- απόλυτο αριθμητικό, ο αριθμός 900
Συγγενικά επεξεργασία
- εννέα, εννιά
- εννιακοσάρι
- εννιακοσαριά
- εννιακοσιοστός
- εννιακόσιοι
- δείτε επίσης → ενενήντα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννιακόσια
|
- ↑ 1,0 1,1 ἐννεακόσιοι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ἐνακόσιοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.