↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοϋπηρεσιακός η ενδοϋπηρεσιακή το ενδοϋπηρεσιακό
      γενική του ενδοϋπηρεσιακού της ενδοϋπηρεσιακής του ενδοϋπηρεσιακού
    αιτιατική τον ενδοϋπηρεσιακό την ενδοϋπηρεσιακή το ενδοϋπηρεσιακό
     κλητική ενδοϋπηρεσιακέ ενδοϋπηρεσιακή ενδοϋπηρεσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοϋπηρεσιακοί οι ενδοϋπηρεσιακές τα ενδοϋπηρεσιακά
      γενική των ενδοϋπηρεσιακών των ενδοϋπηρεσιακών των ενδοϋπηρεσιακών
    αιτιατική τους ενδοϋπηρεσιακούς τις ενδοϋπηρεσιακές τα ενδοϋπηρεσιακά
     κλητική ενδοϋπηρεσιακοί ενδοϋπηρεσιακές ενδοϋπηρεσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοϋπηρεσιακός < ενδο- + υπηρεσιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intradepartmental[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοϋπηρεσιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ενδοϋπηρεσιακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)