↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοχώριος η ενδοχώρια το ενδοχώριο
      γενική του ενδοχώριου της ενδοχώριας του ενδοχώριου
    αιτιατική τον ενδοχώριο την ενδοχώρια το ενδοχώριο
     κλητική ενδοχώριε ενδοχώρια ενδοχώριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοχώριοι οι ενδοχώριες τα ενδοχώρια
      γενική των ενδοχώριων των ενδοχώριων των ενδοχώριων
    αιτιατική τους ενδοχώριους τις ενδοχώριες τα ενδοχώρια
     κλητική ενδοχώριοι ενδοχώριες ενδοχώρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοχώριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοχώριος -α, -ο

  • που βρίσκεται στην ενδοχώρα ή αναφέρεται σε αυτήν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία