Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοχώριος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοχώρι
ος
η
ενδοχώρι
α
το
ενδοχώρι
ο
γενική
του
ενδοχώρι
ου
της
ενδοχώρι
ας
του
ενδοχώρι
ου
αιτιατική
τον
ενδοχώρι
ο
την
ενδοχώρι
α
το
ενδοχώρι
ο
κλητική
ενδοχώρι
ε
ενδοχώρι
α
ενδοχώρι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοχώρι
οι
οι
ενδοχώρι
ες
τα
ενδοχώρι
α
γενική
των
ενδοχώρι
ων
των
ενδοχώρι
ων
των
ενδοχώρι
ων
αιτιατική
τους
ενδοχώρι
ους
τις
ενδοχώρι
ες
τα
ενδοχώρι
α
κλητική
ενδοχώρι
οι
ενδοχώρι
ες
ενδοχώρι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοχώριος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοχώριος -α, -ο
που βρίσκεται στην
ενδοχώρα
ή αναφέρεται σε αυτήν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
inland
(en)