Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοφθάλμιος η ενδοφθάλμια το ενδοφθάλμιο
      γενική του ενδοφθάλμιου της ενδοφθάλμιας του ενδοφθάλμιου
    αιτιατική τον ενδοφθάλμιο την ενδοφθάλμια το ενδοφθάλμιο
     κλητική ενδοφθάλμιε ενδοφθάλμια ενδοφθάλμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοφθάλμιοι οι ενδοφθάλμιες τα ενδοφθάλμια
      γενική των ενδοφθάλμιων των ενδοφθάλμιων των ενδοφθάλμιων
    αιτιατική τους ενδοφθάλμιους τις ενδοφθάλμιες τα ενδοφθάλμια
     κλητική ενδοφθάλμιοι ενδοφθάλμιες ενδοφθάλμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοφθάλμιος < ενδο- + οφθαλμός + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοφθάλμιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία