ενδοσύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδοσύνδεση | οι | ενδοσυνδέσεις |
γενική | της | ενδοσύνδεσης* | των | ενδοσυνδέσεων |
αιτιατική | την | ενδοσύνδεση | τις | ενδοσυνδέσεις |
κλητική | ενδοσύνδεση | ενδοσυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδοσύνδεση < ενδο- + σύνδεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnect)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοσύνδεση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοσύνδεση