ενδοπυελοτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενδοπυελοτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική ενδοσκοπική αντιμετώπιση της στένωσης στην περιοχή ανάμεσα στο νεφρό και τον ουρητήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδοπυελοτομή
|