ενδοξότερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενδοξότερος | η | ενδοξότερη | το | ενδοξότερο |
γενική | του | ενδοξότερου | της | ενδοξότερης | του | ενδοξότερου |
αιτιατική | τον | ενδοξότερο | την | ενδοξότερη | το | ενδοξότερο |
κλητική | ενδοξότερε | ενδοξότερη | ενδοξότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενδοξότεροι | οι | ενδοξότερες | τα | ενδοξότερα |
γενική | των | ενδοξότερων | των | ενδοξότερων | των | ενδοξότερων |
αιτιατική | τους | ενδοξότερους | τις | ενδοξότερες | τα | ενδοξότερα |
κλητική | ενδοξότεροι | ενδοξότερες | ενδοξότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενδοξότερος
- συγκριτικός βαθμός του ένδοξος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοξότερος
|