Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοκλαδικός η ενδοκλαδική το ενδοκλαδικό
      γενική του ενδοκλαδικού της ενδοκλαδικής του ενδοκλαδικού
    αιτιατική τον ενδοκλαδικό την ενδοκλαδική το ενδοκλαδικό
     κλητική ενδοκλαδικέ ενδοκλαδική ενδοκλαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοκλαδικοί οι ενδοκλαδικές τα ενδοκλαδικά
      γενική των ενδοκλαδικών των ενδοκλαδικών των ενδοκλαδικών
    αιτιατική τους ενδοκλαδικούς τις ενδοκλαδικές τα ενδοκλαδικά
     κλητική ενδοκλαδικοί ενδοκλαδικές ενδοκλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοκλαδικός < ενδο- + κλαδικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοκλαδικός

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία