Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοκλαδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοκλαδικ
ός
η
ενδοκλαδικ
ή
το
ενδοκλαδικ
ό
γενική
του
ενδοκλαδικ
ού
της
ενδοκλαδικ
ής
του
ενδοκλαδικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοκλαδικ
ό
την
ενδοκλαδικ
ή
το
ενδοκλαδικ
ό
κλητική
ενδοκλαδικ
έ
ενδοκλαδικ
ή
ενδοκλαδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοκλαδικ
οί
οι
ενδοκλαδικ
ές
τα
ενδοκλαδικ
ά
γενική
των
ενδοκλαδικ
ών
των
ενδοκλαδικ
ών
των
ενδοκλαδικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοκλαδικ
ούς
τις
ενδοκλαδικ
ές
τα
ενδοκλαδικ
ά
κλητική
ενδοκλαδικ
οί
ενδοκλαδικ
ές
ενδοκλαδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοκλαδικός
<
ενδο-
+
κλαδικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοκλαδικός
που βρίσκεται
ανάμεσα
σε κάποιους
κλάδους
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διακλαδικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κλαδί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοκλαδικός