Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδαγγειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδαγγειακ
ός
η
ενδαγγειακ
ή
το
ενδαγγειακ
ό
γενική
του
ενδαγγειακ
ού
της
ενδαγγειακ
ής
του
ενδαγγειακ
ού
αιτιατική
τον
ενδαγγειακ
ό
την
ενδαγγειακ
ή
το
ενδαγγειακ
ό
κλητική
ενδαγγειακ
έ
ενδαγγειακ
ή
ενδαγγειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδαγγειακ
οί
οι
ενδαγγειακ
ές
τα
ενδαγγειακ
ά
γενική
των
ενδαγγειακ
ών
των
ενδαγγειακ
ών
των
ενδαγγειακ
ών
αιτιατική
τους
ενδαγγειακ
ούς
τις
ενδαγγειακ
ές
τα
ενδαγγειακ
ά
κλητική
ενδαγγειακ
οί
ενδαγγειακ
ές
ενδαγγειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδαγγειακός
<
ενδ-
+
αγγειακός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδαγγειακός
που γίνεται ή υπάρχει μέσα στα
αγγεία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ενδοαγγειακός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ένδον
και
αγγείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδαγγειακός
ιταλικά
:
endovascolare
(it)