εμπορομεσιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπορομεσιτικός < εμπορομεσίτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεμπορομεσιτικός
- που έχει σχέση με τον εμπορομεσίτη ή την εμπορομεσιτεία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμπορομεσίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπορομεσιτικός
|