εμπορικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμπορικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος, επάγγελμα) δικηγόρος που ειδικεύεται στο εμπορικό δίκαιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπορικολόγος
|