εμβρυοκαρδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμβρυοκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική embryocardie[1] < αρχαία ελληνική ἔμβρυον (εμβρυο-) + καρδία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.o.kaɾˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βρυ‐ο‐καρ‐δί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβρυοκαρδία θηλυκό
- (καρδιολογία) καρδιακός ρυθμός όμοιος μ’ αυτόν εμβρύου
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβρυοκαρδία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμβρυοκαρδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας