Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβρυοκαρδία οι εμβρυοκαρδίες
      γενική της εμβρυοκαρδίας των εμβρυοκαρδιών
    αιτιατική την εμβρυοκαρδία τις εμβρυοκαρδίες
     κλητική εμβρυοκαρδία εμβρυοκαρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβρυοκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική embryocardie[1] < αρχαία ελληνική ἔμβρυον (εμβρυο-) + καρδία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.o.kaɾˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βρυ‐ο‐καρ‐δί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβρυοκαρδία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία