ελλανόδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελλανόδικος | η | ελλανόδικος & ελλανόδικη |
το | ελλανόδικο |
γενική | του | ελλανοδίκου & ελλανόδικου |
της | ελλανοδίκου & ελλανόδικης |
του | ελλανοδίκου & ελλανόδικου |
αιτιατική | τον | ελλανόδικο | την | ελλανόδικο & ελλανόδικη |
το | ελλανόδικο |
κλητική | ελλανόδικε | ελλανόδικε & ελλανόδικη |
ελλανόδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελλανόδικοι | οι | ελλανόδικοι & ελλανόδικες |
τα | ελλανόδικα |
γενική | των | ελλανοδίκων & ελλανόδικων |
των | ελλανοδίκων & ελλανόδικων |
των | ελλανοδίκων & ελλανόδικων |
αιτιατική | τους | ελλανοδίκους & ελλανόδικους |
τις | ελλανοδίκους & ελλανόδικες |
τα | ελλανόδικα |
κλητική | ελλανόδικοι | ελλανόδικοι & ελλανόδικες |
ελλανόδικα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελλανόδικος < ελλανοδίκης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.laˈno.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λα‐νό‐δι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαελλανόδικος, -ος/-η. -ο
- (αθλητισμός) ελλανόδικος επιτροπή: επιτροπή που τα μέλη της εποπτεύουν αγώνες, κρίνουν τους διαγωνιζόμενους και ανακηρύσσουν τους νικητές.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελλανόδικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελλανόδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας