ελλανοδίκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελλανοδίκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑλλανοδίκαι στον ενικό[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.la.noˈði.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λα‐νο‐δί‐κης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελλανοδίκης αρσενικό
- (ιστορία) ο καθένας από τους άρχοντες που ορίζονταν να επιβλέπουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, να κρίνουν τους αγωνιζόμενους, να αναγορεύουν τους νικητές
- (αθλητισμός) μέλος σε ελλανόδικο επιτροπή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελλανοδίκης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ελλανοδίκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας