Ετυμολογία

επεξεργασία
ελευθεριάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < ἐλευθέριος < ἐλεύθερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ- (αυξάνω, αναπτύσσομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική libertiner) [1]

ελευθεριάζω

  1. (λόγιο) ενεργώ ή σκέπτομαι με ελευθερία, χωρίς να περιορίζομαι από καθιερωμένα ηθικά πρότυπα
  2. (ειδικότερα) παραβλέπω τους κανόνες ηθικής που επικρατούν, ζω έκλυτο βίο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα