Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελεγειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελεγειακ
ός
η
ελεγειακ
ή
το
ελεγειακ
ό
γενική
του
ελεγειακ
ού
της
ελεγειακ
ής
του
ελεγειακ
ού
αιτιατική
τον
ελεγειακ
ό
την
ελεγειακ
ή
το
ελεγειακ
ό
κλητική
ελεγειακ
έ
ελεγειακ
ή
ελεγειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελεγειακ
οί
οι
ελεγειακ
ές
τα
ελεγειακ
ά
γενική
των
ελεγειακ
ών
των
ελεγειακ
ών
των
ελεγειακ
ών
αιτιατική
τους
ελεγειακ
ούς
τις
ελεγειακ
ές
τα
ελεγειακ
ά
κλητική
ελεγειακ
οί
ελεγειακ
ές
ελεγειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελεγειακός
<
ελληνιστική
ἐλεγειακός
<
ἐλεγεία
Επίθετο
επεξεργασία
ελεγειακός, -ή, -ό
πένθιμος
Συγγενικά
επεξεργασία
ελεγεία
ελεγείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελεγειακός
αγγλικά
:
elegiac
(en)
ιταλικά
:
elegiaco
(it)
κροατικά
:
elegičan
(hr)