ελεγεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελεγεία | οι | ελεγείες |
γενική | της | ελεγείας | των | ελεγειών |
αιτιατική | την | ελεγεία | τις | ελεγείες |
κλητική | ελεγεία | ελεγείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεγεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλεγεία < αρχαία ελληνική ἔλεγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.leˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λε‐γεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελεγεία θηλυκό
- (φιλολογία) αρχαίο ποίημα ποικίλης θεματολογίας που αποτελούνταν από στροφές δύο στίχων, ένα σε δακτυλικό εξάμετρο και ένα σε δακτυλικό πεντάμετρο
- (γενικότερα) καλλιτεχνικό δημιούργημα με λυρικό και θρηνητικό ύφος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεγεία
|