ελαιοδιαχωριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιοδιαχωριστήρας < ελαιο- + διαχωριστήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαιοδιαχωριστήρας αρσενικό
- συσκευή ή μηχάνημα που διαχωρίζει το έλαιο / λάδι από άλλες προσμείξεις του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαιοδιαχωριστήρας
|