διαχωριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαχωριστήρας αρσενικό
- συσκευή ή μηχάνημα που διαχωρίζει, που συμβάλλει στον διαχωρισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- ελαιοδιαχωριστήρας
- → δείτε τις λέξεις διαχωρίζω, χωρίζω και χώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαχωριστήρας
|