Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτακτοσυστολικός η εκτακτοσυστολική το εκτακτοσυστολικό
      γενική του εκτακτοσυστολικού της εκτακτοσυστολικής του εκτακτοσυστολικού
    αιτιατική τον εκτακτοσυστολικό την εκτακτοσυστολική το εκτακτοσυστολικό
     κλητική εκτακτοσυστολικέ εκτακτοσυστολική εκτακτοσυστολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτακτοσυστολικοί οι εκτακτοσυστολικές τα εκτακτοσυστολικά
      γενική των εκτακτοσυστολικών των εκτακτοσυστολικών των εκτακτοσυστολικών
    αιτιατική τους εκτακτοσυστολικούς τις εκτακτοσυστολικές τα εκτακτοσυστολικά
     κλητική εκτακτοσυστολικοί εκτακτοσυστολικές εκτακτοσυστολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτακτοσυστολικός < εκτακτοσυστολή + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκτακτοσυστολικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία