↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλόγιμος η εκλόγιμη το εκλόγιμο
      γενική του εκλόγιμου της εκλόγιμης του εκλόγιμου
    αιτιατική τον εκλόγιμο την εκλόγιμη το εκλόγιμο
     κλητική εκλόγιμε εκλόγιμη εκλόγιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλόγιμοι οι εκλόγιμες τα εκλόγιμα
      γενική των εκλόγιμων των εκλόγιμων των εκλόγιμων
    αιτιατική τους εκλόγιμους τις εκλόγιμες τα εκλόγιμα
     κλητική εκλόγιμοι εκλόγιμες εκλόγιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλόγιμος < εκλογή + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

εκλόγιμος

  1. που έχει πιθανότητες να εκλεγεί
    Στη δεύτερη θέση της περιφέρειας Αττικής, δηλαδή σε μη εκλόγιμη θέση στα ψηφοδέλτια του κόμματος τοποθετήθηκε η...
    Τρεις αγρότες σε εκλόγιμη θέση στις προσεχείς εκλογές
  2. που είναι εφικτό να εκλεγεί, εκλέξιμος
    στ. "εκλόγιμος", για την εφαρμογή του παρόντος είναι κάθε πολίτης της Ένωσης που χωρίς να έχει την ελληνική ιθαγένεια είναι εκλόγιμος για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος. (Π.Δ.320 / 1999[1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία