Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλέξιμος η εκλέξιμη το εκλέξιμο
      γενική του εκλέξιμου της εκλέξιμης του εκλέξιμου
    αιτιατική τον εκλέξιμο την εκλέξιμη το εκλέξιμο
     κλητική εκλέξιμε εκλέξιμη εκλέξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλέξιμοι οι εκλέξιμες τα εκλέξιμα
      γενική των εκλέξιμων των εκλέξιμων των εκλέξιμων
    αιτιατική τους εκλέξιμους τις εκλέξιμες τα εκλέξιμα
     κλητική εκλέξιμοι εκλέξιμες εκλέξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλέξιμος < εκ + λέγω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

εκλέξιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία