Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδοχέας οι εκδοχείς
      γενική του εκδοχέα
εκδοχέως
των εκδοχέων
    αιτιατική τον εκδοχέα τους εκδοχείς
     κλητική εκδοχέα εκδοχείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκδοχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδοχεύς < ἐκ + δοχ- (δέχομαι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκδοχέας αρσενικό

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία