εκχωρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκχωρητής αρσενικό (θηλυκό: εκχωρήτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που εκχωρεί κάτι σε άλλον (απαίτηση, δικαίωμα κ.λπ.)
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκχωρητής
|