εκγραφειοκρατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκγραφειοκρατισμός < εκ- + γραφειοκρατία + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκγραφειοκρατισμός αρσενικό
- (λόγιο) η εισαγωγή γραφειοκρατικού συστήματος στη διοίκηση
- Μια εξαιρετικής βαθύτητας παρατήρηση, τέλος, που αξίζει διαρκώς να επισημαίνεται, είναι ότι ο εξορθολογισμός-εκγραφειοκρατισμός των σύγχρονων εξουσιών επ' ουδενί πρέπει να ταυτίζεται με τη δημοκρατικότητα (όπως επιπόλαια το εκλαμβάνουν σήμερα οι περισσότερες συμβατικές κοινωνιολογίες). (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκγραφειοκρατισμός
|