πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκγραφειοκρατισμός οι εκγραφειοκρατισμοί
      γενική του εκγραφειοκρατισμού των εκγραφειοκρατισμών
    αιτιατική τον εκγραφειοκρατισμό τους εκγραφειοκρατισμούς
     κλητική εκγραφειοκρατισμέ εκγραφειοκρατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκγραφειοκρατισμός < εκ- + γραφειοκρατία + -ισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκγραφειοκρατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία