εκατοστό εικοστό όγδοο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκατοστό εικοστό όγδοο | τα | εκατοστά εικοστά όγδοα |
γενική | του | εκατοστού εικοστού όγδοου & εκατοστού εικοστού ογδόου | των | εκατοστών εικοστών όγδοων & εκατοστών εικοστών ογδόων |
αιτιατική | το | εκατοστό εικοστό όγδοο | τα | εκατοστά εικοστά όγδοα |
κλητική | εκατοστό εικοστό όγδοο | εκατοστά εικοστά όγδοα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκατοστό εικοστό όγδοο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκατοστός εικοστός όγδοος → δείτε τη λέξη εκατοστός, εικοστός, όγδοος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εκατοστό εικοστό όγδοο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκατοστό εικοστό όγδοο