ειρμολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειρμολογικός < εἱρμολογικός. Μορφολογικά αναλύεται σε ειρμολογ(ία) + -ικός / ειρμολόγ(ιο) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαειρμολογικός, -ή, -ό
- (θρησκεία) σχετικός με την ειρμολογία / το ειρμολόγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειρμολογικός
|