ειρμολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ειρμολόγιο | τα | ειρμολόγια |
γενική | του | ειρμολόγιου & ειρμολογίου |
των | ειρμολόγιων & ειρμολογίων |
αιτιατική | το | ειρμολόγιο | τα | ειρμολόγια |
κλητική | ειρμολόγιο | ειρμολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειρμολόγιο < ειρμ(ος) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ειρμολόγιο ουδέτερο
- βυζαντινό λειτουργικό βιβλίο με τροπάρια (ειρμούς και συγκεκριμένα τις καταβασίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειρμολόγιο
|