εικοσιπεντάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εικοσιπεντάρης | η | εικοσιπεντάρα | το | εικοσιπεντάρικο |
γενική | του | εικοσιπεντάρη | της | εικοσιπεντάρας | του | εικοσιπεντάρικου |
αιτιατική | τον | εικοσιπεντάρη | την | εικοσιπεντάρα | το | εικοσιπεντάρικο |
κλητική | εικοσιπεντάρη | εικοσιπεντάρα | εικοσιπεντάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εικοσιπεντάρηδες | οι | εικοσιπεντάρες | τα | εικοσιπεντάρικα |
γενική | των | εικοσιπεντάρηδων | — | των | εικοσιπεντάρικων | |
αιτιατική | τους | εικοσιπεντάρηδες | τις | εικοσιπεντάρες | τα | εικοσιπεντάρικα |
κλητική | εικοσιπεντάρηδες | εικοσιπεντάρες | εικοσιπεντάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικοσιπεντάρης < εικοσιπέντ(ε) + -άρης
Επίθετο επεξεργασία
εικοσιπεντάρης, -α, -ικο
- που έχει ηλικία περίπου ή ακριβώς εικοσιπέντε ετών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικοσιπεντάρης
|