Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εικοσάρικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εικοσάρικ
ο
τα
εικοσάρικ
α
γενική
του
εικοσάρικ
ου
των
εικοσάρικ
ων
αιτιατική
το
εικοσάρικ
ο
τα
εικοσάρικ
α
κλητική
εικοσάρικ
ο
εικοσάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εικοσάρικο
<
εικοσάρ(ι)
+
-ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εικοσάρικο
ουδέτερο
(
νόμισμα
)
(
παρωχημένο
)
κέρμα
είκοσι
δραχμών
,
εικοσάδραχμο
χαρτονόμισμα
των
είκοσι
ευρώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εικοσάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εικοσάρικο
αγγλικά
: (
twenty
(en)
)