ειδωλοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειδωλοσκόπιο < είδωλο + -ο- + -σκόπιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική caleidoscope)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειδωλοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειδωλοσκόπιο
|
ειδωλοσκόπιο ουδέτερο
|