εθνομεθοδολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εθνομεθοδολογία < έθνος + -ο- + μεθοδολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ethnomethodology)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εθνομεθοδολογία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) η μελέτη των μεθόδων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνομεθοδολογία