εθνομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εθνομάρτυρας | οι | εθνομάρτυρες |
γενική | του του/της |
εθνομάρτυρα εθνομάρτυρος |
των | εθνομαρτύρων |
αιτιατική | τον/την | εθνομάρτυρα | τους/τις | εθνομάρτυρες |
κλητική | εθνομάρτυρα | εθνομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεθνομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθνομάρτυρας
|