νεομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεομάρτυρας < νεο- + μάρτυρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεομάρτυρας αρσενικό
- αυτός που μαρτύρησε για τη χριστιανική πίστη κατά τους Νεώτερους Χρόνους
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεομάρτυρας
|