εθνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εθνισμός | οι | εθνισμοί |
γενική | του | εθνισμού | των | εθνισμών |
αιτιατική | τον | εθνισμό | τους | εθνισμούς |
κλητική | εθνισμέ | εθνισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θniˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνισμός αρσενικό
- ιδεολογική στάση που προωθεί την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης χωρίς να δείχνει περιφρόνηση απέναντι στην ιστορία και την ταυτότητα άλλων εθνών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθνισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εθνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Όροι με εθνισμός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)