→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσκωφος τὸ δύσκωφον
      γενική τοῦ/τῆς δυσκώφου τοῦ δυσκώφου
      δοτική τῷ/τῇ δυσκώφ τῷ δυσκώφ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσκωφον τὸ δύσκωφον
     κλητική ! δύσκωφε δύσκωφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσκωφοι τὰ δύσκωφ
      γενική τῶν δυσκώφων τῶν δυσκώφων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσκώφοις τοῖς δυσκώφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσκώφους τὰ δύσκωφ
     κλητική ! δύσκωφοι δύσκωφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσκώφω τὼ δυσκώφω
      γεν-δοτ τοῖν δυσκώφοιν τοῖν δυσκώφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσκωφος < δύσ- + κωφός

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσκωφος