Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυφιοστρεφής η δυφιοστρεφής το δυφιοστρεφές
      γενική του δυφιοστρεφούς* της δυφιοστρεφούς του δυφιοστρεφούς
    αιτιατική τον δυφιοστρεφή τη δυφιοστρεφή το δυφιοστρεφές
     κλητική δυφιοστρεφή(ς) δυφιοστρεφής δυφιοστρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυφιοστρεφείς οι δυφιοστρεφείς τα δυφιοστρεφή
      γενική των δυφιοστρεφών των δυφιοστρεφών των δυφιοστρεφών
    αιτιατική τους δυφιοστρεφείς τις δυφιοστρεφείς τα δυφιοστρεφή
     κλητική δυφιοστρεφείς δυφιοστρεφείς δυφιοστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυφιοστρεφής < δυφίο + στρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

δυφιοστρεφής, -ής, -ές

Σημείωση
Στο δυφιοστρεφές πρωτόκολλο οι κωδικοί ελέγχου ορίζονται μέσω ακολουθιών δυφίων αντί χαρακτήρων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία