↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυφιοδιαφανής η δυφιοδιαφανής το δυφιοδιαφανές
      γενική του δυφιοδιαφανούς* της δυφιοδιαφανούς του δυφιοδιαφανούς
    αιτιατική τον δυφιοδιαφανή τη δυφιοδιαφανή το δυφιοδιαφανές
     κλητική δυφιοδιαφανή(ς) δυφιοδιαφανής δυφιοδιαφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυφιοδιαφανείς οι δυφιοδιαφανείς τα δυφιοδιαφανή
      γενική των δυφιοδιαφανών των δυφιοδιαφανών των δυφιοδιαφανών
    αιτιατική τους δυφιοδιαφανείς τις δυφιοδιαφανείς τα δυφιοδιαφανή
     κλητική δυφιοδιαφανείς δυφιοδιαφανείς δυφιοδιαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυφιoδιαφανής < δυφίο + διαφανής

  Επίθετο

επεξεργασία

δυφιοδιαφανής, -ής, -ές

  • (τηλεπικοινωνίες) που απλώς ενεργεί πάνω στα δυφία αγνοώντας οποιοδήποτε περιεχόμενο υψηλότερης στάθμης που παριστάνεται με αυτά
Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: δυφιoδιαφανής τρόπος λειτουργίας, δυφιoδιαφανής μετάδοση, δυφιoδιαφανής δρομολόγηση κ.ά.


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία