δυφιοδιαφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυφιoδιαφάνεια < δυφιοδιαφανής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυφιοδιαφάνεια θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες, σπάνιο) η ιδιότητα του δυφιοδιαφανούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυφιοδιαφάνεια