δυσπετής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπετής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδυσπετής, -ής, -ές
- υπερβολικά δύσκολος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1046
- ὁρῶ· μαθεῖν γὰρ ἐγγὺς ὢν οὐ δυσπετής.
- Τον βλέπω τώρα, είναι κοντά, αναγνωρίζεται εύκολα.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ὁρῶ· μαθεῖν γὰρ ἐγγὺς ὢν οὐ δυσπετής.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1046
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δυσπετέω
Πηγές
επεξεργασία- δυσπετής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσπετής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.