δυσπετῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπετῶς < δυσπετής
Επίρρημα
επεξεργασίαδυσπετῶς, συγκριτικός :δυσπετεστέρως
- (τροπικό επίρρημα) με δυσκολία
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 752 @scaife.perseus
- ἦ δυσπετῶς ἂν τοὺς ἐμοὺς ἄθλους φέροις,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 752 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δυσπετῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.