Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσθεράπευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δυσθεράπευτ
ος
η
δυσθεράπευτ
η
το
δυσθεράπευτ
ο
γενική
του
δυσθεράπευτ
ου
της
δυσθεράπευτ
ης
του
δυσθεράπευτ
ου
αιτιατική
τον
δυσθεράπευτ
ο
τη
δυσθεράπευτ
η
το
δυσθεράπευτ
ο
κλητική
δυσθεράπευτ
ε
δυσθεράπευτ
η
δυσθεράπευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δυσθεράπευτ
οι
οι
δυσθεράπευτ
ες
τα
δυσθεράπευτ
α
γενική
των
δυσθεράπευτ
ων
των
δυσθεράπευτ
ων
των
δυσθεράπευτ
ων
αιτιατική
τους
δυσθεράπευτ
ους
τις
δυσθεράπευτ
ες
τα
δυσθεράπευτ
α
κλητική
δυσθεράπευτ
οι
δυσθεράπευτ
ες
δυσθεράπευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσθεράπευτος
<
δυσ-
+
θεραπεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
δυσθεράπευτος, -η, -ο
που δύσκολα
θεραπεύεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσθεράπευτος