Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δυνατώτερος δυνατωτέρ τὸ δυνατώτερον
      γενική τοῦ δυνατωτέρου τῆς δυνατωτέρᾱς τοῦ δυνατωτέρου
      δοτική τῷ δυνατωτέρ τῇ δυνατωτέρ τῷ δυνατωτέρ
    αιτιατική τὸν δυνατώτερον τὴν δυνατωτέρᾱν τὸ δυνατώτερον
     κλητική ! δυνατώτερε δυνατωτέρ δυνατώτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δυνατώτεροι αἱ δυνατώτεραι τὰ δυνατώτερ
      γενική τῶν δυνατωτέρων τῶν δυνατωτέρων τῶν δυνατωτέρων
      δοτική τοῖς δυνατωτέροις ταῖς δυνατωτέραις τοῖς δυνατωτέροις
    αιτιατική τοὺς δυνατωτέρους τὰς δυνατωτέρᾱς τὰ δυνατώτερ
     κλητική ! δυνατώτεροι δυνατώτεραι δυνατώτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυνατωτέρω τὼ δυνατωτέρ τὼ δυνατωτέρω
      γεν-δοτ τοῖν δυνατωτέροιν τοῖν δυνατωτέραιν τοῖν δυνατωτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυνατώτερος < δυνατ(ός) + -ώτερος

  Επίθετο επεξεργασία

δυνατώτερος, -α, -ον

  • συγκριτικός βαθμός του δυνατός
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 102.3
    αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἥσσονες ἐς ταχυτῆτά εἰσι, χωρὶς δὲ ἄχθεα δυνατώτεραι πολλὸν φέρειν.
    γιατί οι καμήλες οι δικές τους δεν είναι κατώτερες από τα άλογα στην ταχύτητα, και επιπλέον είναι πολύ πιο γερές στη μεταφορά φορτίων.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 25.4
    περιφρονοῦντες δὲ αὐτοὺς καὶ χρημάτων δυνάμει ὄντες κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὁμοῖα τοῖς Ἑλλήνων πλουσιωτάτοις καὶ τῇ ἐς πόλεμον παρασκευῇ δυνατώτεροι, ναυτικῷ δὲ καὶ πολὺ προύχειν ἔστιν ὅτε ἐπαιρόμενοι καὶ κατὰ τὴν Φαιάκων προενοίκησιν τῆς Κερκύρας κλέος ἐχόντων τὰ περὶ τὰς ναῦς
    αλλά τους περιφρονούσαν, γιατί τότε [η Κέρκυρα] ήταν από τις πλουσιότερες ελληνικές πολιτείες και ισχυρότερη [από την Κόρινθο] σε πολεμικό εξοπλισμό. Όσο για το ναυτικό, καυχιόνταν ότι είχαν μεγάλη υπεροχή, επειδή οι Φαίακες, πρώτοι κάτοικοι της Κέρκυρας, ήσαν ονομαστοί, για την ναυτική τους τέχνη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  3ος↑ αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XXXVII στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 17, στίχ. 3 (1-4) @perseus.tufts.edu
    οὔ μοι θῆλυς ἔρως ἐγκάρδιος, ἀλλά με πυρσοὶ
    ἄρσενες ἀσβέστῳ θῆκαν ὑπ᾽ ἀνθρακιῇ.
    πλειότερον τόδε θάλπος: ὅσον δυνατώτερος ἄρσην
    θηλυτέρης, τόσσον χὠ πόθος ὀξύτερος.
    Δεν υπάρχει στην καρδιά μου έρωτας για γυναίκες αλλά
    αρσενικές δάδες μ' έβαλαν κάτω από τ' άσβεστα κάρβουνα.
    Μεγαλύτερη αυτή η φωτιά. Όσο είναι δυνατότερος ο άνδρας
    από τη γυναίκα τόσο κι αυτός ο πόθος οξύτερος.
    Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 199
    ΣτΕ: Το επίγραμμα αναφέρεται στον ομοφυλοφιλικό έρωτα σε σύγκριση με την ερωτική διάθεση προς τις γυναίκες.

  Πηγές επεξεργασία